συνδιαστέλλω

συνδιαστέλλω
ΜΑ
διαστέλλω, αντιδιαστέλλω κάτι ταυτόχρονα με κάτι άλλο («ἵνα μετὰ τῆς ποιότητος τοῡ χαρακτῆρος συνδιαστείλῃ τὸ γένος», Απολλ. Δύσκ.)
αρχ.
παθ. συνδιαστέλλομαι
(για τους πνεύμονες και το στήθος) διαστέλλομαι, φουσκώνω ταυτόχρονα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + διαστέλλω «ξεχωρίζω, διακρίνω, διευρύνω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”